Το «Ψυχαργώς» ως δείκτης πολιτισμού μας
Η πορεία του προγράμματος αποασυλοποίησης χωρίς τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι καταγγελίες των εργαζομένων σε αυτό Της Λινας Γιανναρου
Ηταν μια ιδέα, ένα μεγαλόπνοο σχέδιο ανθρωπιάς. Τα «κολαστήρια» τύπου Λέρου, τα άσυλα που μας πλημμύριζαν με αισθήματα ντροπής (κυρίως όταν μας εγκαλούσε η Ευρωπαϊκή Ενωση), θα έκλειναν και οι νοσηλευόμενοι θα διοχετεύονταν σε μικρές, σύγχρονες μονάδες πιο κοντά στις οικογένειες και την κοινωνία. Επρεπε ίσως να μας βάλει σε σκέψεις όταν ξεκίνησε να χρησιμοποιείται μια τόσο κακόηχη λέξη όπως η «αποασυλοποίηση»...
Ακόμα κι έτσι, έως το 2004, το πρόγραμμα «Ψυχαργώς», μέσω του οποίου υλοποιείται η περίφημη ψυχιατρική μεταρρύθμιση, λειτουργούσε εύρυθμα. «Εως τότε, βλέπετε, συγχρηματοδοτούνταν από την Ευρωπαϊκή Ενωση», λένε σήμερα οι εργαζόμενοι στις μονάδες που έχουν υποδεχθεί τους ψυχικά ασθενείς.
Μολονότι το ελληνικό κράτος είχε δεσμευθεί να συνεχίσει να χρηματοδοτεί το πρόγραμμα μέσω του τακτικού προϋπολογισμού για τα επόμενα 10 χρόνια τουλάχιστον, οι εργαζόμενοι, οι ασθενείς και οι οικογένειές τους ήρθαν αντιμέτωποι με μιαν αρκετά διαφορετική κατάσταση.
Σύμφωνα με τα Σωματεία Εργαζομένων στις Μονάδες Υλοποίησης της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης, από το 2005 η κυβέρνηση περικόπτει συνεχώς τη χρηματοδότηση. Το 2005 το έλλειμμα ήταν 1,2 εκατ. ευρώ, το 2006 ήταν 5 εκατ. ευρώ και το 2007 αγγίζει τα 20 εκατ. ευρώ! Το συνολικό έλλειμμα -καταγγέλλουν- ανέρχεται στο 42% της χρηματοδότησης.
Το αποτέλεσμα, όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, είναι η υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών - με λίγα λόγια, οι ψυχικά ασθενείς δεν τυγχάνουν της ενδεδειγμένης φροντίδας. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν οι νοσηλευτές, οι γιατροί και οι υπόλοιποι στυλοβάτες των δομών ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης παραμένουν απλήρωτοι για διαστήματα έως και 6 μηνών. «Οι παραιτήσεις δίνουν και παίρνουν.
Ποιος να αντέξει σ' αυτές τις συνθήκες; Μοιραία, αυτό έχει αντίκτυπο και στους ασθενείς, δεν γίνεται δουλειά έτσι», αναφέρουν στην «Κ». Μέχρι σήμερα, την κατάσταση σώζει το μεράκι των νοσηλευτών. «Μόνοι μας παλεύουμε να φέρουμε εις πέρας την ψυχιατρική μεταρρύθμιση», γράφει στη συγκλονιστική επιστολή της που δημοσιεύει σήμερα η «Κ» η κ. Μαρία Γρανδίκη, νοσηλεύτρια σε οικοτροφείο του Βύρωνα. Δυστυχώς, όμως αυτό δεν αρκεί. Υπάρχουν ολόκληρες κατηγορίες ασθενών, όπως οι πάσχοντες από αυτισμό, οι οποίοι, μετά το «εξιτήριό» τους από τα μεγάλα ψυχιατρικά νοσοκομεία, δεν τυγχάνουν καμίας θεραπείας, παρά «φιλοξενούνται» σε πιο ανθρώπινες συνθήκες.
Το τραγικό περιστατικό του θανάτου του μικρού Στέλιου Μαστορόπουλου (που είχε αναδείξει η «Κ» με σειρά ρεπορτάζ προ λίγων μηνών) υπήρξε η πιο τρανή απόδειξη για το έλλειμμα ειδικών δομών. Θυμίζουμε: Οι υπεύθυνοι του οικοτροφείου που είχε μεταφερθεί δεν μπορούσαν να χειριστούν «το περιστατικό», ενώ το Νταού Πεντέλης δεν τον δεχόταν πίσω. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάσταση της υγείας του να ακολουθήσει φθίνουσα πορεία και λίγους μήνες μετά να αφήσει την τελευταία του πνοή, υπό άγνωστες ακόμα συνθήκες. (Ακόμα και αν τα πορίσματα κάνουν λόγο για πνιγμό από τροφή, οι ειδικοί τονίζουν ότι είναι απαράδεκτο εν έτει 2007 να συμβεί κάτι τέτοιο -εάν δεν μπορούσε να καταναλώσει την τροφή του, έπρεπε να είναι υπό συνεχή παρακολούθηση.)
Η υπομονή πάντως των εργαζομένων στις μονάδες αποασυλοποίησης έχει εξαντληθεί. Και είναι αποφασισμένοι να το κάνουν σαφές στους αρμοδίους την ερχόμενη Τρίτη 20 Νοεμβρίου, οπότε έχουν προγραμματίσει 24ωρη απεργία και συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
ΣXETIKA ΘEMATA
| ||
«Ταπεινωτικές συνθήκες, έκαναν τους ανθρώπους να μοιάζουν με ζώα» Εχει ζήσει την ψυχιατρική μεταρρύθμιση όταν ο θεσμός έκανε τα πρώτα του βήματα. Στην αρχή, μέσα από την περιπέτεια της υγείας της μητέρας της και στη συνέχεια «από μέσα», ως εργαζόμενη σε μονάδα αποασυλοποίησης. Η επιστολή «προς κάθε ενδιαφερόμενο» της Μαρίας Γρανδίκη, με την προσωπική της ιστορία, εξηγεί καλύτερα από αριθμούς και εκθέσεις την πορεία του προγράμματος «Ψυχαργώς». Που, ναι, ψυχορραγεί. Η «Κ» τη δημοσιεύει αυτούσια: «Θα ήθελα να καταθέσω τη δική μου εμπειρία γύρω από το θέμα της αποασυλοποίησης και για τον σκοπό αυτό θα εκθέσω μέρος της προσωπικής μου ιστορίας. Οταν ήμουν ενάμιση χρόνων η μητέρα μου αρρώστησε και μπήκε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο για να νοσηλευτεί, αλλά έκτοτε δεν ξαναγύρισε στο σπίτι. Δεν μπορώ να σας πω από τι έπασχε, κανείς δε μπόρεσε ποτέ να μου πει και δεν μπορώ να σας πω με ποιο τρόπο προσπάθησαν να τη θεραπεύσουν, αλλά ούτε και αν προσπάθησαν για κάτι τέτοιο. Στην ευρύτερη οικογένεια δεν αναφέρονταν ποτέ το όνομα της μητέρας μου και ήταν σα να μην υπήρχε. Η ντροπή για την εξέλιξη αυτή ήταν τόση, που όλοι παρίσταναν πως δε συνέβη ποτέ στην οικογένειά τους αυτό το τρομερό, να έχουν άρρωστο με ψυχική ασθένεια. Οσο για μένα, μεγάλωσα με τον πατέρα μου, ο οποίος πάλευε μόνος του για να κάνει το καλύτερο που μπορούσε χωρίς καμιά κρατική παρέμβαση. Δυστυχώς, όμως, όταν έφτασα να γίνω 11 χρονών ο πατέρας μου, αφού είχε αρρωστήσει από σωματική ασθένεια, πέθανε. Κατόπιν, εγώ πήρα τον δρόμο των ιδρυμάτων για ορφανά παιδιά και συγκεκριμένα της βασιλικής πρόνοιας. Η μητέρα μου εξακολουθούσε να είναι ξεχασμένη από όλους, συγγενείς και γνωστούς μέχρι που αποφάσισα στα 17 μου χρόνια να την αναζητήσω και αφού βγήκα από το ίδρυμα προσπάθησα να τη βρω. Δεν ήταν εύκολο να εντοπίσω τα ίχνη της, γιατί είχε μετακινηθεί σε πολλά νοσοκομεία όλα αυτά τα χρόνια. Υστερα από πολλούς κόπους τη βρήκα στο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Πέτρας Ολύμπου. Εκεί βρήκα άθλιες καταστάσεις. Οταν πήγα, είδα ανθρώπους να γυρίζουν γυμνοί έξω στις αυλές. Εμοιαζαν με άγρια θηρία που μόλις είχαν κατέβει από τα βουνά του Ολύμπου, χωρίς κανείς να νοιάζεται αν ζουν ή αν πέθαναν. Αντικρίζοντας αυτές τις εικόνες έπαθα δυνατό σοκ, φοβήθηκα, τρόμαξα πολύ και απογοητεύτηκα. Περίμενα να συναντήσω τη μητέρα μου άρρωστη, όμως αυτό που συνάντησα ήταν πέρα για πέρα σοκαριστικό. Δεν ήταν η ψυχική αρρώστια, αλλά οι εξευτελιστικές και ταπεινωτικές συνθήκες που έκαναν αυτούς τους ανθρώπους να μοιάζουν με ζώα που ζουν σε κλουβιά πίσω από μεγάλα και ψηλά κάγκελα. Εψαξα εκεί μέσα να βρω τη μητέρα μου και τη βρήκα κι αυτήν σε άθλια κατάσταση. Ηταν χαμένη στον κόσμο της, φάνηκε να μην της είχε μιλήσει για χρόνια άνθρωπος και να μην είχε μιλήσει κι αυτή. Η πρώτη προσέγγιση μαζί της ήταν πραγματικά πολύ δύσκολη. Από τότε άρχισα ένα αγώνα, προκειμένου να φέρω τη μητέρα μου σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο στην Αθήνα, όπου και διέμενα, για να είναι κοντά μου και να της προσφέρω ό,τι μπορώ. Κατάφερα, λοιπόν, να τη φέρω στο Δρομοκαΐτειο, όπου και εκεί έβλεπα άσχημα πράγματα για όλους τους αρρώστους, άνθρωποι ερείπια να γυρίζουν στο προαύλιο σα ζωντανοί νεκροί και πολλά άλλα που δε θα ήθελα να αναφερθώ. Το μόνο θετικό ήταν ότι ήμουν πλέον κοντά στη μητέρα μου και έτσι είχαμε πιο άμεση επαφή. Ο κοινωνικός λειτουργός Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο κοινωνικός λειτουργός, Δημήτρης Γαζής, ο οποίος μου ζήτησε να συναντηθούμε για να μιλήσουμε για τη μητέρα μου, όπως και έγινε. Μου μίλησε για το πρόγραμμα αποασυλοποίησης και μου ζήτησε να βοηθήσουμε τη μητέρα μου για να αλλάξει τόπο διαμονής και να μεταφερθεί σε ένα οικοτροφείο με καλύτερες συνθήκες. Συνεργαστήκαμε πάρα πολύ με τον Δημήτρη Γαζή και τη Μαρία Βαβίτσα, προκειμένου να διευκολυνθεί η μετακίνηση και η προσαρμογή της μητέρας μου στο καινούργιο περιβάλλον. Το 2000 ήταν η χρονιά που η μητέρα μου εγκαταστάθηκε στο οικοτροφείο «Ακρη της πόλης» στην Πεντέλη. Αυτό που συνάντησα εκεί ήταν μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση στη μητέρα μου και σε όλους τους ενοίκους από όλο το προσωπικό. Οι ασθενείς έμοιαζαν πια με ανθρώπους, ζούσαν μέσα στην κοινωνία, είχαν τις εξόδους τους, ζούσαν σε ένα σπίτι με ανέσεις, με φροντίδα και πάνω από όλα, είχαν αγάπη. Κάθε φορά που πήγαινα στο οικοτροφείο, ένιωθα ότι μπαίνω σε ένα οικείο περιβάλλον, όλοι οι ασθενείς μετά λίγο καιρό είχαν τεράστια διαφορά από την αρχική τους κατάσταση. Ηταν καθαροί, είχαν χαρούμενη διάθεση, έγιναν πιο ομιλητικοί και πιο ανοιχτοί προς τον κόσμο. Αυτές τις διαφορές τους τις έζησα από πολύ κοντά γιατί γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους από την πρώτη τους μέρα στο οικοτροφείο και οι επισκέψεις μου ήταν συχνές. Ετσι παρακολούθησα βήμα βήμα τις αλλαγές τους. Αυτή η θετική έκβαση οφείλεται στο προσωπικό που βρίσκεται όλο το 24ωρο κοντά στους ενοίκους φροντίζοντάς τους και ικανοποιώντας τις πολλαπλές τους ανάγκες. Τότε όλοι οι εργαζόμενοι δούλευαν με μεγάλη όρεξη και όραμα, πιστεύοντας ότι συμβάλλουν για να προσφέρουν τη δυνατότητα στους ενοίκους τους να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή που ποτέ τους δεν είχαν ώς τότε μέσα στα άσυλα. Εγώ έως τότε δούλευα σε δημόσιο νοσοκομείο, και ζώντας από κοντά την προσπάθεια των εργαζομένων στις δομές αποασυλοποίησης να δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες στους ενοίκους τους, θέλησα να εργαστώ κι εγώ γι’ αυτόν τον σκοπό. Πίστευα ότι η εργασία σε αυτόν τον τομέα ήταν έργο ζωής και έχοντας ζήσει από κοντά το πρόβλημα της μητέρας μου και την πορεία της στη δομή αποασυλοποίησης είχα έντονη την ελπίδα πως είναι εφικτή μια αληθινά αξιοπρεπής ζωή για τους ανθρώπους με ψυχική ασθένεια. Ετσι, ξεκίνησα, λοιπόν, να εργάζομαι κι εγώ μέσα σε μια αντίστοιχη δομή, σε ένα άλλο οικοτροφείο. Στο ξεκίνημα του δικού μας οικοτροφείου ήμουν ενθουσιασμένη, όπως και όλοι οι συνάδελφοί μου και δίναμε στην κυριολεξία τα πάντα. Αργότερα, όμως, άρχισα να συμπεραίνω ότι όλη αυτή η καλή αρχική εικόνα δεν παρέμεινε. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως εγώ και οι άλλοι εργαζόμενοι φανταζόμασταν και επιθυμούσαμε. Οι αρμόδιοι ήταν απόντες από τις ανάγκες των ενοίκων και των εργαζομένων. Τα κονδύλια για τους σκοπούς της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης μειώθηκαν δραματικά και οι εργαζόμενοι εξουθενωμένοι ψυχικά και σωματικά πάλευαν να βγάλουν μόνοι τους εις πέρας την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Κόπωση Σήμερα, εξακολουθούν οι εργαζόμενοι να μένουν απλήρωτοι για μήνες και η φροντίδα προς τους ενοίκους μειώνεται είτε γιατί το προσωπικό αλλάζει συνεχώς λόγω της κόπωσης από την οικονομική εξαθλίωση, είτε γιατί το προσωπικό μειώνεται και η αναλογία εργαζομένων - ενοίκων δεν είναι η προβλεπόμενη, οπότε και οι εναπομείναντες εργαζόμενοι επιβαρύνονται με περισσότερες ευθύνες και επιπρόσθετα καθήκοντα. Πλέον, αισθάνομαι την ίδια απογοήτευση και απελπισία που είχα αισθανθεί όταν είχα συναντήσει τη μητέρα μου στο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Πέτρας Ολύμπου. Η μόνη ελπίδα που μου απομένει είναι να παλέψουμε όλοι οι εργαζόμενοι για να διεκδικήσουμε την πραγματική συνέχιση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, μέσω συντονισμένης συνδικαλιστικής δράσης. Εμείς που πιστέψαμε και πιστεύουμε σε αυτήν την προσπάθεια μαζί με τους ασθενείς και τις οικογένειές τους αλλά και την ευρύτερη κοινότητα οφείλουμε να διεκδικήσουμε τους όρους αυτούς που θα εξασφαλίζουν ποιότητα ζωής στους ψυχικά ασθενείς, ανθρώπινες συνθήκες εργασίας στους εργαζόμενους, έλεγχο στη διαχείριση του προγράμματος για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Δεν έχουμε άλλη διέξοδο, κι αυτό είναι πια σαφές σε πολλούς από εμάς, δεν μας έχουν αφήσει καμία ελπίδα, για αυτό πρέπει να την καλλιεργήσουμε εμείς, χωρίς μιζέρια, χωρίς παραίτηση, χωρίς παθητικότητα. Εμείς που και ευαισθησία έχουμε και εμπειρία διαθέτουμε μπορούμε να επιβάλλουμε τους όρους μας κι όχι να υπομείνουμε τους όρους αυτών που πολύ μακριά βρίσκονται από τις πραγματικές ανάγκες όλων μας. Μαρια Γρανδικη, Αθήνα, Οκτώβριος 2007» |
«Ολα για τη μητέρα μου»
«Ξεκίνησε καλά, εξελίχθηκε άσχημα». Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η πορεία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης σύμφωνα με τη νοσηλεύτρια σε οικοτροφείο του Βύρωνα κ. Μαρία Γρανδίκη, η οποία μίλησε στην «Κ». Η κ. Γρανδίκη εισήλθε στο χώρο της ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης των ψυχικά ασθενών, από καθαρό ενδιαφέρον για το τμήμα αυτό του πληθυσμού. Είχε άλλωστε ίδια εμπειρία: η μητέρα της έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στις άθλιες συνθήκες ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου και άφησε την τελευταία της πνοή στη θαλπωρή ενός καλού οικοτροφείου της Αθήνας, όπου είχε μεταφερθεί στο πλαίσιο του νέου, τότε, προγράμματος αποασυλοποίησης.
«Γι’ αυτό αποφάσισα να βοηθήσω κι εγώ. Γιατί η εντύπωση από την ιστορία της μητέρας μου ήταν πολύ θετική. Δεν ήξερα ότι λίγα χρόνια αργότερα θα ερχόταν η απογοήτευση. Δυστυχώς, το πρόγραμμα “μπάζει” από πολλές πλευρές», αναφέρει στην «Κ». «Είναι προφανές ότι οι συνθήκες διαβίωσης των ασθενών είναι καλύτερες απ’ ό,τι πριν, στα άσυλα. Αλλά αυτό έλειπε!».
Τα μέτρα του υπουργείου Υγείας
Το υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δεν αρνείται ότι το φαινόμενο της υποχρηματοδότησης αποτελεί πληγή για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο υπουργός κ. Δημήτρης Αβραμόπουλος ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι «θεσμοθετήσαμε το τέλος κοινωνικής και ανθρωπιστικής αντίληψης ποσοστού 2% στο Νόμο περί Προμηθειών για την οριστική εξάλειψη του φαινομένου της υποχρηματοδότησης». Σύμφωνα με τον ίδιο, από το μέτρο αυτό θα εξασφαλίζονται περίπου 40 εκατ. ευρώ ετησίως για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Ο κ. Αβραμόπουλος ανακοίνωσε επίσης το διπλασιασμό της εγκεκριμένης πίστωσης για τη χρηματοδότηση των Μονάδων Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης με αποτέλεσμα την τελική διαμόρφωσή της στο ποσό των 45 εκατ. ευρώ. Το υπουργείο Υγείας αποφάσισε ακόμα τη θεσμοθέτηση σύναψης των συμβάσεων με τα ασφαλιστικά ταμεία για να λαμβάνουν τα έξοδα νοσηλίων για τους ασθενείς. Σύμφωνα με τα Σωματεία των εργαζομένων στις δομές αυτές, πάντως, αυτό «ούτε εύκολο να υλοποιηθεί είναι, ούτε το έχουν αποδεχθεί τα Ταμεία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου